- καθαρεύουσα
- καθαρεύωto be cleanpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθαρεύουσα — η γλωσσικό νεοελληνικό ιδίωμα που διαπλάστηκε από τους λόγιους ως γραπτή γλώσσα με τύπους και λέξεις που δε διαφέρουν και πολύ από τους αντίστοιχους της αρχαίας γλώσσας: Αυτός γράφει στην καθαρεύουσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθαρεύουσα — Μορφή της νεοελληνικής γλώσσας που βασίστηκε στη λόγια παράδοση. Η κ. αποτελούσε επίσημη γλώσσα του κράτους και της εκπαίδευσης έως το 1976, οπότε καθιερώθηκε επίσημα η δημοτική. Ονομάστηκε έτσι γιατί οι υποστηρικτές της πρέσβευαν ότι ήταν… … Dictionary of Greek
καθαρευούσας — καθαρευούσᾱς , καθαρεύω to be clean pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) καθαρευούσᾱς , καθαρεύω to be clean pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Griego moderno — Griego Ελληνικά / Eliniká Hablado en Grecia (11 millones) Chipre … Wikipedia Español
Names of European cities in different languages: Q–T — v · d · … Wikipedia
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Names of European cities in different languages: I–L — v · d · … Wikipedia
Names of European cities in different languages: U–Z — v · d · … Wikipedia
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Греки — У этого термина существуют и другие значения, см. Греки (значения). У этого термина существуют и другие значения, см. Грек (значения). эллины Έλληνες … Википедия